- θερμίδα
- ημονάδα μέτρησης της θερμότητας: Τα λίπη περιέχουν τις πιο πολλές θερμίδες απ' όλες τις τροφές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
θερμιδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμίδα 2. φυσιολ. φρ. «θερμιδική αξία» η ποσότητα τών μεγάλων θερμίδων που παρέχονται από ένα είδος διατροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμίδα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. calorific] … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
χιλιοθερμίδα — η, Ν (φυσ. μετρολ.) μονάδα θερμότητας ίση με 1.000 μικρές θερμίδες, αλλ. μεγάλη θερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + θερμίδα] … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek
καλορί — το η θερμίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calorie < λατ. calor «θερμότητα»] … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
τονοθερμίδα — παλαιότερη γρφ. τοννοθερμίδα, η, Ν μονάδα θερμότητας ισοδύναμη με τη θερμότητα που απαιτείται για να αυξηθεί η θερμοκρασία μάζας νερού ενός τόνου κατά έναν βαθμό Κελσίου υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος (ΙΙ) + θερμίδα] … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek